σκαρφίζομαι, ρ. [<αρχ. σκαρφῶμαι + κατάλ. -ίζομαι], επινοώ κάτι ευφυές, κάτι πρωτότυπο, συλλαμβάνω κάποιο ευφυές σχέδιο, σοφίζομαι: «για δες τον τι κάθεται και σκαρφίζεται, για να δικαιολογηθεί! || σκαρφίζεται χίλιους δυο τρόπους, για να βρει λεφτά»·
- μου σκαρφίζεται, επινοώ, συλλαμβάνω μια ευφυέστατη ιδέα, ένα ευφυέστατο σχέδιο: «όταν βρίσκομαι σε δύσκολη θέση, όλο και κάτι μου σκαρφίζεται για να βγω απ’ αυτήν»·
- σκαρφίζομαι μια δουλειά, βλ. λ. δουλειά.